- ἀτυράννευτος
- ἀτῠράννευτος, ον,A not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also [full] ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατυράννευτος — ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, ον (Α) αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους … Dictionary of Greek
ἀτυράννευτος — not ruled by tyrants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυράννευτον — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem acc sg ἀτυράννευτος not ruled by tyrants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυραννεύτου — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνομούμαι — (Α εὐνομοῡμαι, έομαι το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι] έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ. β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε… … Dictionary of Greek